εκκριτικός

εκκριτικός
-ή, -ό (AM ἐκκριτικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί στην έκκριση
νεοελλ.
αυτός που εκκρίνει («εκκριτικά όργανα»)
αρχ.
αυτός που έχει την τάση να παρασύρει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐκκριτικός — secretive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκκριτικός — ή, ό επίρρ. ά που εκκρίνει ή που συντελεί στην έκκριση: Εκκριτικά όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκκριτικά — ἐκκριτικός secretive neut nom/voc/acc pl ἐκκριτικά̱ , ἐκκριτικός secretive fem nom/voc/acc dual ἐκκριτικά̱ , ἐκκριτικός secretive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικῶν — ἐκκριτικός secretive fem gen pl ἐκκριτικός secretive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικόν — ἐκκριτικός secretive masc acc sg ἐκκριτικός secretive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικαῖς — ἐκκριτικός secretive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικαί — ἐκκριτικός secretive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικούς — ἐκκριτικός secretive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικῆς — ἐκκριτικός secretive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικῇ — ἐκκριτικός secretive fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”